Από τον Θωμά Κ. Ευθυμίου
Στην πορεία της εξέλιξης του Ράλι Ακρόπολις υπήρξαν στιγμές και χρονιές που το Ελληνικό στοιχείο διέπρεψε.
«Εμείς και οι άλλοι»…
Τηρουμένων των αναλογιών, οι Έλληνες ερασιτέχνες αγωνιζόμενοι συχνά «τα έβαζαν με τα θηρία» επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους. Φυσικά, όσο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι γινόταν όλο και πιο επαγγελματικά δομημένο, εκεί στα μέσα του ’80, φάνηκε το πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσεις τους ξένους επαγγελματίες οδηγούς. Και μιλάμε για επαγγελματίες με την ακριβή έννοια του όρου: ότι δηλαδή κάνουν αυτή τη δουλειά σε καθημερινή βάση. Οπότε οποιαδήποτε σύγκριση με τις επιδόσεις των Ελλήνων δεν μπορεί να γίνει σε ισότιμη σύγκριση. Μέσα σε όλα συμπεριλαμβάνουμε την ηλικιακή παράμετρο, τη διατροφή, τη φυσική κατάσταση κ.ά. και όχι τον εξοπλισμό απαραίτητα, μια και ανέκαθεν υπήρχαν Έλληνες που αγόραζαν ή νοίκιαζαν κορυφαία αυτοκίνητα για να κάνουν το κάτι παραπάνω στον μεγάλο μας αγώνα.
Υπήρξαν και «βολικές» εποχές που η μάχη για τη διάκριση γινόταν στις Ειδικές Διαδρομές, εκεί που οι Έλληνες, μεταξύ γραφείου, φάμπρικας, βόλτας, ταβέρνας και παραλίας, όρθωναν το ανάστημά τους ανάμεσα στα εργοστασιακά πληρώματα κερδίζοντας όχι μόνο σε διάκριση αλλά και εκτίμηση.
Αυτοί που πήραν βαθμό στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, από καταβολής του θεσμού, ή όσοι πραγματικά «πολέμησαν» για μια θέση κάτω από τον ήλιο, στην πρώτη εξάδα παλιότερα, κατόπιν στην πρώτη οκτάδα, μετά στη δεκάδα η οποία και βαθμολογείται στις μέρες μας δηλαδή.
Τα χρόνια τα παλιά, ήταν πιο εύκολο για έναν ταλαντούχο ιδιώτη/ερασιτέχνη να διακριθεί. Σήμερα με τη μορφή που έχουν οι αγώνες του WRC, δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Οπότε, κοιτάμε πίσω, τότε που μπορούσαμε και καταφέρναμε έστω ευκαιριακά να κοιτάμε τους ξένους πρωτοκλασάτους οδηγούς στα μάτια.
Επιδόσεις να θυμόμαστε
«Σιρόκο»-Μίλτος Ανδριόπουλος, Renault Alpine A110, 1975 & 1976
To 1976 θα πρέπει να ήταν ίσως η μοναδική χρονιά, που ελληνική συμμετοχή έφθασε τόσο κοντά στη νίκη. Το ίδιο βέβαια είχε συμβεί και την προηγούμενη χρονιά -όπου το ίδιο πλήρωμα με το ίδιο αυτοκίνητο έφτασε επίσης στη δεύτερη θέση με αξιώσεις- αλλά το ’76 όλες οι συγκυρίες ήταν με το μέρος μας! Τότε ένα λάστιχο στη Ευρωστίνα θα τους κοστίσει αρκετά και θα χάσουν κάθε ευκαιρία για τη νίκη.
«Ιαβέρης»-Κώστας Στεφανής, Ford Escort RS, 1978
Το 1978 ήρθε η ώρα των θαυμάτων, έστω και μερικώς… Με ένα νοικιασμένο Escort Gr 4 που παρέλαβε μόλις μία μέρα πριν τον αγώνα, ο υπερταλαντούχος οδηγός θα επιχειρούσε για το απονενοημένο: να κερδίσει τον αγώνα. Για πολλούς θα τα κατάφερνε αν δεν τούμπαρε νωρίς στη Ριτσώνα και στη συνέχεια δεν αντιμετώπιζε χίλια μύρια προβλήματα ακόμα και με τα στοιχεία της φύσεως. Τελικά τερμάτισαν στη 14η θέση της γενικής κατάταξης. Την επόμενη χρονιά ως εργοστασιακή συμμετοχή της Ford θα τερματίσουν 5οι γενικής με το Escort RS 1800 MkII (φωτ.).
Γιώργος Μοσχούς-Αλέξης Κωνσταντακάτος, Datsun Violet GT, 1982
Εάν το 1983 ο Γιώργος Μοσχούς τερμάτιζε, θα ήταν και πάλι πρώτος Έλληνας. Ίσως αυτή τη χρονιά τη χρειαζόταν για να τη συνδέσει με το ’81, ’82, ’84 και ’85 κάνοντας μία συνεχή χρυσή πενταετία τερματισμών στο Ακρόπολις. Οδηγός χωρίς πολλές αναλύσεις, ελάχιστα ψαγμένος με τα τεχνικά δεδομένα, «οδηγούσε» το αυτοκίνητο όταν έμπαινε μέσα σαν συνεπαρμένος. Το 1982 σημείωσε την καλύτερή του επίδοση σε επίπεδο τερματισμού, όντας στην πέμπτη θέση.
«Στρατισίνο»-Κώστας Φερτάκης, Nissan 240 RS, 1986
O «Στρατισίνο» που διατέλεσε επίσημος οδηγός της με κορυφαίες περγαμηνές αγωνιστικής ομάδας της ελληνικής αντιπροσωπείας της Nissan «Ν.Ι. Θεοχαράκης» από το 1983 έως και το 1995, έδεσε υπέροχα και τηθάσευσε το 240 ίππων πισωκίνητο ευμεγέθες αυτοκίνητο και μαζί σημείωσαν την καλύτερη επίδοση του οδηγού στο Ακρόπολις με την πέμπτη θέση στη γενική κατάταξη. Πρώτος Έλληνας, ήταν ο «Στρατισίνο» και την επόμενη χρονιά με Nissan 200 SX.
«Τζίγκερ»-Κώστας Στεφανής, Lancia Delta 4WD, 1988
Τερματισμός στην έκτη θέση της γενικής και πρώτο πλήρωμα μεταξύ των Ελλήνων αγωνιζομένων. Κάτι που επανέλαβαν και τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ένα πλήρωμα με επαγγελματική προσέγγιση και άρτιο εξοπλισμό, που εξαργύρωσε με επιτυχίες την επαγγελματικής νοοτροπίας ιδιωτική ομάδα, τον ενθουσιασμό και τις απαράμιλλες ικανότητες του οδηγού με την εμπειρία του συνοδηγού.
Άρης Βωβός-Κώστας Στεφανής, Lancia HF Integrale, 1995
Το ‘95 το Ακρόπολις προσμετρούσε μόνο στο πρωτάθλημα της κατηγορίας F2 των προσθιοκίνητων αυτοκινήτων, αλλά προσέλκυσε και αρκετές κορυφαίες ξένες συμμετοχές. Νικητής της γενικής κατάταξης, ο Άρης Βωβός επίδοση που μέσα της συμπυκνώνει τις οδηγικές ικανότητες του Α. Βωβού που γνώριζε πως να ευχαριστεί τα πλήθη. O Bωβός ήταν πρώτος Έλληνας άλλες τέσσερις φορές, ενώ η επίδοσή του το 1997 με Subaru Impreza κρίνεται ως η καλύτερη όλων.
Λεωνίδας Κύρκος-Γιάννης Σταυρόπουλος, Ford Escort WRC, 1999
Οι Κύρκος- Σταυρόπουλος με Ford Escort WRC τερμάτισαν πρώτοι Έλληνες και έκτοι γενικής κατάταξης εκείνη τη χρονιά, κάτι που το πλήρωμα, πάντα με Ford Escort πέτυχε άλλες δύο φορές τερματίζοντας πρώτο στην άτυπη ελληνική κατάταξη. Η ικανότητα του Λεωνίδα σε συνδυασμό τα κορυφαία από πλευράς προετοιμασίας αυτοκίνητα που οδηγούσε, έφεραν αποτελέσματα.
Γιάννης Παπαδημητρίου-Νίκος Πετρόπουλος, Subaru Impreza WRC, 2000
Στη σύγχρονη εποχή ο συναγωνισμός έχει ανέβει κατακόρυφα τόσο σε επίπεδο εμπλοκής των αγωνιζομένων διεθνώς, όσο και σε επίπεδο εξοπλισμού. Ο Γ. Παπαδημητρίου, με ικανή και πλούσια συμμετοχή σε αγώνες του WRC ανά τον κόσμο τερμάτισε πρώτος Έλληνας και δέκατος στη γενική κατάταξη του Ακρόπολις το 2000. Ο οδηγός τερμάτισε πρώτος μεταξύ των Ελλήνων, άλλες δύο φορές.
Λάμπρος Αθανασούλας-Νίκος Ζακχαίος, Skoda Fabia S2000, 2009
Πλέον οι διακρίσεις των Ελλήνων μπορούν υπό προϋποθέσεις να γίνουν αισθητές μόνο στα υποστηρικτικά πρωταθλήματα του WRC. Κάτι που έκανε με εμφατικό τρόπο το 2009 το εικονιζόμενο πλήρωμα, αφού με εξαιρετική και άρτια οδήγηση τερμάτισαν πρώτοι Έλληνες στην 8η θέση της γενικής κατάταξης το 2009, ενώ, το κυριότερο ήταν και πρώτοι στην κατηγορία αυτοκινήτων παραγωγής PWRC (Gr. Ν).
*Φωτογραφίες: Κακολύρης