Την εποχή των κυρτών 4K «έξυπνων» τηλεοράσεων είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς πώς ξεκίνησε η όχι και τόσο φυσική για το σώμα μας συνήθεια να στεκόμαστε για ώρες ακίνητοι μπροστά από ένα κουτί που έδειχνε κινούμενες εικόνες.
Το πρώτο στάδιο
Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, γινόταν μία ανοργάνωτα συνδυασμένη προσπάθεια από μεγάλο αριθμό εφευρετών και εταιρειών ώστε να αναπτυχθεί μία τεχνολογία μετάδοσης εικόνων που θα άλλαζε τον κόσμο. Σε γενικές γραμμές, καθένας από όσους συνεισέφεραν στην όλη διαδικασία ανέπτυξε ξεχωριστό τμήμα του συνόλου τεχνολογιών που απαιτούνταν προκειμένου να μεταδοθούν κινούμενες εικόνες σε μεγάλη απόσταση.
Η ανακάλυψη του τηλέγραφου το 1844 ήταν στην ουσία ο πρώτος θεμέλιος λίθος που αργότερα θα μας οδηγούσε στην τηλεόραση, αφού η μηχανή αυτή επέτρεπε τη μετάδοση συνδυασμών κωδικοποιημένων λέξεων και γραμμάτων δια μέσου ηλεκτρονικών παλμών κατά μήκος καλωδίων. Αν με κάποιο τρόπο το φως μετατρεπόταν σε ηλεκτρικούς παλμούς, θα μπορούσε να μεταφερθεί σε απόσταση και να μετατραπεί ξανά σε φως, παράγοντας εικόνα. Αυτό έγινε εν τέλει εφικτό μετά την ανακάλυψη των φωτοηλεκτρικών ιδιοτήτων του σεληνίου και τη συνακόλουθη μετατροπή της φωτεινής ροής που εκπέμπεται από την εικόνα σε ηλεκτρομαγνητικά σήματα.
Κατά το 1884, έγινε ένα από τα πιο σημαντικά βήματα προς την κατασκευή της πρώτης τηλεόρασης: ο δίσκος του Nipkow, μία διάταξη περιστρεφόμενων δίσκων με μικρές τρύπες τοποθετημένες σε σπειροειδές σχήμα κοντά στην περιφέρεια του δίσκου. Στην ουσία, ο δίσκος αυτός επέτρεπε τη μετατροπή της φωτεινότητας κάθε σημείου σε ηλεκτρικό σήμα, το οποίο μέσω μιας λυχνίας με φωτεινότητα ανάλογη του σήματος επέτρεπε την αναπαραγωγή της εικόνας.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900 η πορεία προς την τηλεόραση έγινε ακόμη πιο εφικτή, αφού συνδυάστηκε ο καθοδικός σωλήνας, η βάση δηλαδή της λειτουργίας των τηλεοράσεων CRT, με το σύστημα περιστρεφόμενων μηχανικών δίσκων που είχε συλλάβει ο Nipkow. Έτσι, είχαν τεθεί όλες οι βάσεις για την δημιουργία των πρώτων τηλεοράσεων, οι οποίες αρχικά ήταν χωρισμένες σε δύο «στρατόπεδα»: τηλεοράσεις μηχανικού και ηλεκτρονικού τύπου.
Μηχανικές και ηλεκτρονικές τηλεοράσεις
Ο Σκοτσέζος Baird ήταν ο πρώτος ο οποίος έκανε δημόσια επίδειξη μετάδοσης κινούμενων εικόνων τον Μάρτιο του 1925 στο Λονδίνο, γι’αυτό και θεωρείται από πολλούς ως ο «πατέρας» της τηλεόρασης, χωρίς όμως να ισχύει ξεκάθαρα κάτι τέτοιο. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ακολούθησε η αντίστοιχη επίδειξη του Αμερικανού Jenkins στην Washington. Και τα δύο συστήματα που παρουσιάστηκαν βασίζονταν στο μηχανικό σύστημα του Nipkow και είχαν ως αποτέλεσμα την επίδειξη εξαιρετικά χαμηλής λεπτομέρειας περιγραμμάτων εικόνων. Η πρώτη επίσημη τηλεοπτική μετάδοση πραγματοποιήθηκε το 1929 από το βρετανικό BBC, χρησιμοποιώντας το σύστημα του Baird. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’30, οι μηχανικές τηλεοράσεις είχαν εξελιχθεί σε κάποιο βαθμό, όμως από το 1934 και έπειτα το ηλεκτρονικό σύστημα επικράτησε και επίσημα.
Ο καθοδικός σωλήνας του Braun ήταν η βάση της ηλεκτρονικής τηλεόρασης. Ο, επίσης Σκοτσέζος, Swinton ήταν εκείνος που, το, 1908 περιέγραψε πρώτος τον τρόπο με τον οποίο ο καθοδικός σωλήνας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επιτύχει τη μετάδοση και τη λήψη εικόνων. Το όραμά του υλοποιήθηκε σε αρχικό στάδιο, ξεχωριστά, το 1929 από τους Zworykin και Farnsworth. H διαμάχη για την ευρεσιτεχνία έφτασε στα δικαστήρια, όπου κέρδισε ο Farnsworth. Το 1934 πραγματοποιήθηκε από τον Farmsworth η πρώτη επίδειξη μιας πλήρως ηλεκτρονικής τηλεόρασης, στην Philadelphia των ΗΠΑ. Η ασπρόμαυρη ηλεκτρονική τηλεόραση συνέχισε να εξελίσσεται μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ως βάση την αύξηση των γραμμών ανάλυσης. Έτσι, το 1941 υλοποιήθηκε στις ΗΠΑ η τηλεόραση των 525 γραμμών, ενώ το 1948 είχαμε στη Μόσχα την πρώτη μετάδοση προγράμματος σε 625 γραμμές.
Επιτέλους χρώμα
Η ιδέα μιας έγχρωμης τηλεόρασης είναι πολύ πιο παλιά από την υλοποίησή της. Συγκεκριμένα, ήδη από το…1880 υπάρχουν σχετικές αναφορές, όμως χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια (κυρίως από τον Baird και πάλι), ώστε να φτάσουμε τελικά στην πρώτη έγχρωμη τηλεοπτική μετάδοση, το 1954 στις ΗΠΑ. Παρά το γεγονός όμως ότι η τεχνολογία πλέον υπήρχε και ήταν αποδεδειγμένα εφαρμόσιμη, χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι οι έγχρωμες τηλεοράσεις να αποκτήσουν απήχηση στο ευρύ κοινό. Βασική αιτία ήταν το πολύ μεγάλο μέγεθος των έγχρωμων συσκευών, ένα ζήτημα που διευθετήθηκε το 1966 με την συσκευή Porta-Color της General Electric. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να φτάσουμε μέχρι το 1972 ώστε οι έγχρωμες τηλεοράσεις να ξεπεράσουν τις ασπρόμαυρες σε πωλήσεις. Όλα αυτά στις ΗΠΑ, αφού στην Ευρώπη η διάδοση της έγχρωμης τηλεόρασης άργησε περισσότερο. Οι έγχρωμες μεταδόσεις ξεκίνησαν το 1967, όμως τότε είχαν διορθωθεί τα τεχνικά προβλήματα των πρώτων συσκευών, οπότε η διάδοση ήταν γρηγορότερη σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Η τηλεόραση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η τηλεόραση ήρθε λίγο αργότερα. Το 1960, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, στήθηκε ο πρώτος πειραματικός σταθμός με πρωτοβουλία της ΔΕΗ και εμβέλεια 45 χιλιομέτρων γύρω από τη συμπρωτεύουσα. Το 1964 έγιναν και πάλι κάποιες πειραματικές εκπομπές από τον σταθμό της ΔΕΗ στο Ζάππειο, από τεχνικούς του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και ένα χρόνο μετά πάρθηκε απόφαση για αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής. Έτσι, είχαμε τη μετάβαση από τα πειράματα στην πράξη και την μετάδοση των πρώτων ελληνικών τηλεοπτικών προγραμμάτων από το 1968 και έπειτα.
Ψηφιακή τηλεόραση
Ό,τι προαναφέρθηκε εμπίπτει στην κατηγορία της αναλογικής τηλεόρασης. Η επόμενη μεγάλη εξέλιξη μετά την εισαγωγή της έγχρωμης τηλεόρασης ήταν η ψηφιακή τηλεόραση, η λειτουργία της οποίας ανακοινώθηκε το 1990 από την General Instrument, όμως άρχισε να εφαρμόζεται παγκοσμίως σε ευρεία κλίμακα κατά τη δεκαετία του 2000. Ο όρος «ψηφιακή» αναφέρεται στη μετάδοση του σήματος και όχι στην ίδια τη συσκευή. Το ψηφιακό σήμα παρουσιάζει μεγάλο αριθμό πλεονεκτημάτων σε σχέση με το αναλογικό, επιτρέποντας την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων πιο ανεπτυγμένων τηλεοπτικών συσκευών που είναι σε θέση να απεικονίσουν εικόνα υψηλής ανάλυσης. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα παροχής πληροφοριών μαζί με το εκάστοτε πρόγραμμα, η ποιότητα ήχου είναι καλύτερη, ενώ το ίδιο το σήμα είναι απαλλαγμένο από θόρυβο.
Επίπεδα panel
Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις συσκευές, η επόμενη μεγάλη εξέλιξη ήταν η σταδιακή μετάβαση από τις ογκώδεις τηλεοράσεις καθοδικού σωλήνα (CRT) στις κατά πολύ λεπτότερες τηλεοράσεις με επίπεδες οθόνες υγρών κρυστάλλων ή plasma. Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία λεπτών τηλεοράσεων είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1958, με την περιορισμένη χρήση του “Aiken tube” για στρατιωτικούς σκοπούς. Η πρώτη λεπτή τηλεόραση που κυκλοφόρησε (επίσης το 1958) ήταν η Philco Predicta, η οποία όμως βασιζόταν και αυτή σε τεχνολογία CRT και δεν είχε αρκετά ικανοποιητική εμπορική πορεία ώστε να καθιερωθεί. Το 1964 ήταν η χρονιά που εφευρέθηκε το πρώτο plasma panel, στο Πανεπιστήμιο του Illinois στις ΗΠΑ, 28 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή των αρχών που θα μπορούσαν να διέπουν την τεχνολογία αυτή από τον Ούγγρο μηχανικό Kalman Tihanyi. Το panel αυτό ήταν μονοχρωματικό και χρησιμοποιούνταν ως οθόνη ενός υπολογιστή. Για να καθιερωθεί η τεχνολογία στις τηλεοράσεις, έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1990, όπου οι εταιρείες ηλεκτρονικών άρχισαν να παρουσιάζουν λεπτές, επίπεδες τηλεοράσεις plasma η μία μετά την άλλη.
Οι τηλεοράσεις υγρών κρυστάλλων (LCD) ξεκίνησαν να διατίθενται λίγο πιο νωρίς, κατά το 1983, οπότε και έγινε εμπορικά διαθέσιμη η Casio TV-10. Στις απαρχές της συνύπαρξης LCD και Plasma η μάχη ήταν αμφίρροπη, όμως η τεχνολογία LCD ήταν αυτή που τελικά καθιερώθηκε περισσότερο, κυρίως λόγω χαμηλότερου κόστους και δυνατότητας επίτευξης μεγαλύτερων αναλύσεων κατά το 2006, τη χρονιά που κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό η συγκεκριμένη εμπορική μάχη. Η κυριαρχία των LCD TVs στην αγορά συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, μέσω της εξελιγμένης μορφής τους: των LED TVs. Πρόκειται για τηλεοράσεις LCD, οι οποίες χρησιμοποιούν τεχνολογία LED για τον οπίσθιο φωτισμό τους και όχι τεχνολογία CCFL όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Τα πλεονεκτήματα είναι πολυάριθμα: οι τηλεοράσεις με οπίσθιο φωτισμό LED επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αντίθεση εικόνας και μικρότερο πάχος οθόνης, το βάρος είναι μικρότερο και είναι πιο φιλικές προς το περιβάλλον.
The next big thing
Μετά την εξάλειψη των CRT TVs, η αγορά βρίσκεται συνεχώς σε μία μεταβατική φάση. Τη δεδομένη χρονική περίοδο (Φθινόπωρο 2015) επικρατούν οι LCD-LED τηλεοράσεις ανάλυσης 1080p, από 32 έως 42 ίντσες. Σε ό,τι αφορά τις τάσεις της αγοράς, εκείνες επικεντρώνονται περισσότερο σε χαρακτηριστικά και όχι σε νέες τεχνολογίες απεικόνισης. Οι τηλεοράσεις που είναι σε θέση να απεικονίσουν 3D περιεχόμενο εξακολουθούν να διατίθενται, όμως είναι εμφανές ότι οδηγούνται προς την πόρτα της εξόδου από την αγορά. Η νέα τάση που φαίνεται να προκαλεί το ενδιαφέρον των καταναλωτών είναι οι τηλεοράσεις με κυρτά panel, οι οποίες, σε μεγάλα μεγέθη είναι εντυπωσιακές και είναι σε θέση να απορροφήσουν τον θεατή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μία απλή επίπεδη οθόνη. Ακόμη όμως οι κυρτές τηλεοράσεις δεν έχουν καθιερωθεί στο βαθμό που θα τους επέτρεπε να χαρακτηριστούν mainstream.
Η αναζήτηση όλο και μεγαλύτερης ανάλυσης φαντάζει λιγότερο ενδιαφέρουσα σε σχέση με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, όμως είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα κερδίσει μία θέση στα νέα στάνταρ που δημιουργούνται σιγά σιγά, είτε συνοδεύεται από 3D και κυρτότητα είτε όχι. Προς το παρόν υπάρχει όλο και μεγαλύτερη διαθεσιμότητα μοντέλων με ανάλυση 4K (2160p), ενώ στον ορίζοντα καιροφυλακτούν τα 8K, για το όχι και τόσο άμεσο μέλλον.
Αυτό όμως που αποτελεί χωρίς αμφιβολία το επόμενο βήμα εξέλιξης της τεχνολογίας των τηλεοράσεων, ασχέτως τεχνολογίας απεικόνισης, είναι η συνεργασία τους με το Internet, η οποία έχει γεννήσει τις «έξυπνες» τηλεοράσεις. Οι δυνατότητες που ήδη διατίθενται είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες, προσομοιάζοντας κάποιες που παρέχονται από υπολογιστές ή άλλες “smart” συσκευές, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει το πλεονέκτημα της μεγάλης οθόνης. Για παράδειγμα, η προβολή ενός video από το Youtube δεν φαντάζει ως κάτι το άξιο αναφοράς, όμως σε μία τηλεόραση 55 ιντσών η θέαση αποκτά άλλη διάσταση. Επιπλέον, το «πάντρεμα» του Internet με τα τηλεοπτικά προγράμματα μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα εμφάνισης εκτεταμένων στατιστικών σε έναν αγώνα σε πραγματικό χρόνο, ενώ η διαδικτυακή τηλεόραση (Web TV) όσο περνάει ο καιρός παρέχει όλο και περισσότερες επιλογές και ίσως κάποια στιγμή φτάσει σε σημείο να αποτελέσει την πλειοψηφία του διαθέσιμου τηλεοπτικού περιεχομένου. Μάλιστα, ακόμη κι αν μια τηλεόραση δεν είναι «έξυπνη», μπορεί να γίνει αν εισαχθεί σε αυτή ένα HDMI stick ανάλογων δυνατοτήτων.
Ένα είναι σίγουρο, ό,τι και να γίνει στο μέλλον: η ανάγκη για μία μεγάλη οθόνη προβολής περιεχομένου στο σπίτι δεν πρόκειται να εκλείψει στο κοντινό μέλλον, οπότε θεωρούμε ως ρεαλιστικό σενάριο τον εορτασμό των 100 χρόνων της τηλεόρασης σε 10-15 χρόνια από τώρα χωρίς αυτή να αποτελεί μουσειακό είδος.