Αν και το καλοκαίρι οι περισσότεροι από μας θεωρούμε το air-condition μονόδρομο για να εξασφαλίσουμε την πολυπόθητη δροσιά στο χώρο που ζούμε, ή εργαζόμαστε, λίγοι έχουμε αναρωτηθεί για τον τρόπο με τον οποίο το μηχάνημα καταφέρνει να διατηρεί χαμηλή την εσωτερική θερμοκρασία. Ακόμη λιγότεροι, όμως, γνωρίζουμε πως η λειτουργία του κλιματισμού, «δουλεύοντας» αυτή τη φορά με την ακριβώς αντίθετη λογική, κάνει τα air-condition μία από τις πιο οικονομικές επιλογές και για τη θέρμανση το χειμώνα.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου θέρμανσης και του ρεύματος, τα air-condition «τελευταίας γενιάς» φτάνουν να έχουν θεαματικά μικρότερο κόστος λειτουργίας από το… πατροπαράδοτο σύστημα καλοριφέρ με λέβητα πετρελαίου θέρμανσης. Έτσι, σε περιοχές της Ελλάδας με σχετικά ήπιους χειμώνες (πρακτικά από την Αττική και νοτιότερα), ζεσταίνουν μια κατοικία περίπου 60% οικονομικότερα από την κεντρική θέρμανση πετρελαίου.
Όφελος 540 ευρώ κάθε χειμώνα για ένα διαμέρισμα 100 τμ. στην Αθήνα
Πιο συγκεκριμένα, καίγοντας πετρέλαιο θέρμανσης, κάθε «μονάδα» (κιλοβατώρα) θερμικής ενέργειας που θα καταλήξει στην κατοικία για να τη ζεστάνει, θα κοστίσει 0,118 ευρώ. Αντίθετα, αν αυτή η «μονάδα» προέλθει από ένα κλιματιστικό, τότε θα στοιχίσει 0,043 ευρώ, δηλαδή πάνω από 60% (για την ακρίβεια 63,5%) φθηνότερα.
Για να «μεταφράσουμε» τα παραπάνω ποσά στο κόστος θέρμανσης μιας κατοικίας για όλη τη χειμερινή περίοδο, ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα διαμέρισμα 100 τετ. μέτρων στην Αθήνα. Αν χρησιμοποιήσει πετρέλαιο, τότε εκτιμάται πως θα χρειαστεί περίπου 1.300 λίτρα καυσίμου, πληρώνοντας 1.482 ευρώ αν δεν δικαιούται επίδομα θέρμανσης. Αντίθετα, αν χρησιμοποιήσει κλιματιστικά, για να κρατήσει το σπίτι του ζεστό με τις ίδιες «μονάδες» θερμικής ενέργειας, θα πληρώσει 940 ευρώ. Επομένως, θα εξοικονομήσει περίπου 540 ευρώ.
Στην πραγματικότητα, τα κλιματιστικά προσφέρουν τη δυνατότητα για ακόμη μεγαλύτερη οικονομία, καθώς δίνουν τη δυνατότητα να θερμαίνει κανείς μόνο τους χώρους που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Στην περίπτωση του κεντρικού συστήματος θέρμανσης, αυτό μπορεί να γίνει μόνον αν έχουν εγκατασταθεί θερμοστατικές κεφαλές στα «σώματα» – και πάλι, όμως, χωρίς τον ίδιο βαθμό εξοικονόμησης.
Εντυπωσιακή απόδοση τα κλιματιστικά
Όπως είναι φυσικό, στους παραπάνω υπολογισμούς, έπαιξε ρόλο το κόστος των «καυσίμων» που χρησιμοποιούν οι δύο λύσεις, δηλαδή του ρεύματος και του πετρελαίου θέρμανσης. Έτσι, τη στιγμή που για παράδειγμα η τιμή του οικιακού ρεύματος έχει παραμείνει περίπου σταθερή εδώ και 2 χρόνια (στα 17 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα σύμφωνα με τη Eurostat), το πετρέλαιο θέρμανσης ξεκίνησε φέτος να πωλείται στα 1,14 ευρώ το λίτρο, δηλαδή περίπου 22% ακριβότερα από την έναρξη της περσινής περιόδου διάθεσης, τον Οκτώβριο του 2017.
Περισσότερο, όμως, από την τιμή των δύο «καυσίμων», μεγαλύτερη βαρύτητα έχει το γεγονός ότι το κλιματιστικό είναι θεαματικά πιο αποδοτικό στη θέρμανση από το καλοριφέρ. Ο λόγος είναι πως το μηχάνημα δεν καταναλώνει ρεύμα για να παράγει θερμότητα, αλλά για να την «αντλήσει» από το περιβάλλον (γι’ αυτό και λέγεται «αντλία θερμότητας αέρα-αέρα») και να τη μεταφέρει στον εσωτερικό χώρο. Αυτό έχει ως συνέπεια για κάθε «μονάδα» ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει, ν’ αποδίδει στο χώρο πολλαπλάσιες «μονάδες» (δηλαδή κιλοβατώρες) θερμικής ενέργειας.
Το συγκεκριμένο προτέρημα εκμεταλλεύονται ακόμη περισσότερο τα σύγχρονα air-condition τεχνολογίας inverter, σε σχέση με τα παλιότερα κλιματιστικά (τύπου on/off). Ο λόγος είναι πως ένα μοντέλο inverter, από τη στιγμή που πετύχει την επιθυμητή θερμοκρασία, λειτουργεί ελάχιστα και συνεχόμενα για να τη διατηρήσει, με συνέπεια να έχει πολύ μικρότερη κατανάλωση ρεύματος συγκριτικά με τις συσκευές «παλιότερης γενιάς».
Επομένως, η εξοικονόμηση με την τεχνολογία inverter επιτυγχάνεται όσο περισσότερο είναι ανοιχτά, δηλαδή όσο περισσότερο λειτουργούν αφότου έχουν πετύχει την ιδανική θερμοκρασία. Κάτι που πάντως «ταιριάζει γάντι» στην περίπτωση που ο κλιματισμός χρησιμοποιείται αντί για το καλοριφέρ, δηλαδή κατά κανόνα για να κρατήσει ζεστό το χώρο για αρκετό χρονικό διάστημα.
Αν κι ο βαθμός απόδοσης εξαρτάται από την εξωτερική θερμοκρασία, σύμφωνα με ειδικούς τα παραπάνω σημαίνουν πως σε περιοχές με ήπιο χειμώνα (δηλαδή από το Λεκανοπέδιο της Αττικής και πιο νότια), ένα σύγχρονο μοντέλο inverter «εισάγει» στο χώρο περίπου 4 «μονάδες» θερμικής ενέργειας κατά μέσο όρο, ανά 1 «μονάδα» ηλ. ενέργειας που δαπανά.
Επομένως, σ’ ένα air condition, η απόδοση στη θέρμανση φτάνει το 400%. Αντίθετα, στην περίπτωση των συστημάτων πετρελαίου θέρμανσης, για κάθε «μονάδα» θερμότητας που παράγεται στον καυστήρα, μόνο ένα μέρος της θα φτάσει στο χώρο που πρόκειται να ζεσταθεί, λόγω των απωλειών στον καυστήρα, το λέβητα και κυρίως τις σωληνώσεις κυκλοφορίας του ζεστού νερού. Έτσι, η απόδοσή του στην καλύτερη περίπτωση φτάνει το 90%.
Παρόμοια ποιότητα θέρμανσης σε κατοικίες με θερμομόνωση και διπλά τζάμια
Μήπως, όμως, η οικονομία σημαίνει «έκπτωση» στην ποιότητα θέρμανσης που απολαμβάνει κανείς αν απαρνηθεί το καλοριφέρ; Ο λόγος είναι πως το καλοριφέρ θερμαίνει και με ακτινοβολία (κατά 20-25%) πέρα από την κυκλοφορία του θερμού αέρα, με συνέπεια να ζεσταίνει και τις επιφάνειες του σπιτιού (όπως π.χ. τους τοίχους, ή τα κουφώματα).
Σύμφωνα με ειδικούς, η θέρμανση μέσω ακτινοβολίας αποτελεί όντως ατού μόνο για τις κατοικίες που δεν έχουν θερμική μόνωση και διπλά τζάμια, στις οποίες επομένως η θερμοκρασία των τοίχων και των τζαμιών πλησιάζει πιο κοντά στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η θέρμανση και των επιφανειών σημαίνει πως αυτές θα έχουν μικρότερη θερμοκρασιακή διαφορά από το ζεστό αέρα, κάτι που κάνει πιο εύκολο να νιώσουν όσοι βρίσκονται στο χώρο θερμική άνεση, δηλαδή την αίσθηση της ικανοποιητικής ζέστης. Επίσης, η θέρμανση των τοίχων σημαίνει πως το δωμάτιο θα κρυώσει πιο αργά από τη στιγμή που θα «σβήσει» το καλοριφέρ, σε σχέση με τι θα συνέβαινε μ’ ένα air condition.
Ωστόσο, τα δύο αυτά πλεονεκτήματα δεν ισχύουν στις κατοικίες που είναι επαρκώς μονωμένες και με διπλά τζάμια, αφού σ’ αυτές η θερμοκρασία των επιφανειών σπάνια πέφτει κάτω από τους 18° C. Επομένως, η θερμοκρασιακή τους διαφορά με το ζεστό αέρα είναι μικρή, ώστε να μην δυσκολεύει τη θερμική άνεση. Επίσης, τα δομικά τους στοιχεία εμποδίζουν τις απώλειες θερμότητας, με συνέπεια να μην κρυώνει γρήγορα ο χώρος όταν απενεργοποιηθεί το air-condition. Κάτι που σημαίνει πως σ’ αυτή την περίπτωση το κλιματιστικό προσφέρει εξίσου ποιοτική θέρμανση.
Τέλος, τα σύγχρονα κλιματιστικά διαθέτουν μια σειρά από φίλτρα που παγιδεύουν κι απομακρύνουν μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης, αλλεργιογόνα, οσμές, ώστε να προσφέρουν πιο υγιεινή ατμόσφαιρα από τα παλιότερα μοντέλα. Επίσης, τα air-condition «τελευταίας γενιάς» δεν ξηραίνουν τόσο πολύ την ατμόσφαιρα, αμβλύνοντας κι αυτό το πρόβλημα.