Ένας στρουμπουλός και συμπαθητικός κύριος μπαίνει για ψώνια σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών – ξέρεις σε ποιο. Φοράει ένα μακρύ και χοντρό ερυθρόλευκο πανωφόρι, ένα ζευγάρι κατάμαυρες μπότες ενώ έχει φροντίσει να κρύψει το πρόσωπό του πίσω από ένα βουνό από κάτασπρα γένια. Ο κόσμος μέσα στο κατάστημα δεν φαίνεται να του δίνει και ιδιαίτερη σημασία, αφού είναι η εποχή που οι περισσότεροι αποφασίζουν για τα δώρα των εορτών που έρχονται. Ξαφνικά νοιώθει ένα τράβηγμα στο δεξί του μπατζάκι. Κοιτάζει κάτω και βλέπει ένα παιδί που του τον τραβάει από το παντελόνι και τον ρωτάει: «Είσαι ο Άγιος Βασίλης;». Πριν προλάβει να απαντήσει, εμφανίζεται ο πατέρας του μικρού παιδιού που του λέει: «Μην ενοχλείς τον κύριο. Ο Άγιος Βασίλης αργεί ακόμα» και τον τραβάει από το χέρι. Προς μεγάλη του απογοήτευση ο στρουμπουλός και συμπαθητικός Άγιος Βασίλης κατάλαβε ότι δεν θα κατάφερνε να πείσει κανέναν για την πραγματική του ταυτότητα. Εκτός ίσως από το παιδάκι…
Όλη τη χρονιά προετοίμαζε αυτό το ταξίδι, και τώρα έπρεπε να κάνει τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα και έπρεπε να βάλει σε τάξη ένα σωρό πράγματα. Το ταξίδι που είχε να κάνει ήταν μεγάλο. Πολύ μεγάλο και κάθε χρονιά εκεί που πετούσε επάνω από τα σπίτια, ανακάλυπτε κάτι που είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του. Φέτος τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα άφηνε τίποτα στην τύχη. Θα ξεκινούσε την προετοιμασία του τουλάχιστον δέκα ημέρες νωρίτερα για να μην την πατήσει ξανά.
Το πρώτο του μέλημα ήξερε ότι θα ήταν το φαγητό. Το ταξίδι κρατούσε όλο και περισσότερο και κάθε φορά τον έπιανε μια δυνατή λιγούρα… «Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά να την βγάζω με τα κουλουράκια και το γάλα που μου αφήνουν στα σπίτια. Πόσα κουλούρια να φάω πια;». Η λύση βρισκότανε στα δοχεία φαγητού. Θα μάζευε γεύσεις από κοτόπουλο και μπιφτέκια, μακαρόνια και ομελέτες με λουκάνικα. Θα τα είχε ετοιμάσει όλα από πριν. Για τα κρεατικά αποφάσισε ότι μια καλή ιδέα θα ήταν να τα έψηνε στα κάρβουνα από την προηγουμένη. Αλλά επειδή το στομάχι δεν ησυχάζει μόνο με φαγητό, έπρεπε να ετοιμάσει κάτι σε ρόφημα. Του ήρθε μια φαεινή ιδέα. «Θα δοκιμάσω αυτά τα Smoothies που είναι στη μόδα. Θα μου κόψουν λίγο την πείνα, χωρίς να χρειαστεί να παραγεμίσω το στομάχι μου με φαγητό» είπε και κοίταξε την κοιλιά του που τα τελευταία χρόνια φαινόταν να αυξάνεται ανεξέλεγκτα.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι παχουλός. Θυμήθηκε τα πρώτα χρόνια που είχε ξεκινήσει αυτή τη δουλειά. Είχε φτιάξει στο σπίτι του στον Βόρειο Πόλο ένα μικρό γυμναστήριο, με εξοπλισμό για κάθε λογής άσκηση. Ξεκινούσε κάθε ημέρα με δύο χιλιόμετρα τρέξιμο για ζέσταμα, στον αγαπημένο του διάδρομο. Μετά έπεφτε με τα μούτρα στα βάρη και στο τέλος έκανε λίγη Yoga για μισή ωρίτσα για να ξεπιαστεί από την έντονη άσκηση. Αλλά η ζωή σταδιακά έγινε ευκολότερη. Τα δώρα άρχισαν να γίνονται ελαφρύτερα. Όλα τα ηλεκτρονικά είδη και τα gadgets έγιναν τόσο λεπτά και τόσο ελαφριά, που δεν χρειαζόταν πια να είναι γυμνασμένος για να τα κουβαλήσει. Κάποτε οι τηλεοράσεις ζύγιζαν δεκάδες κιλά. Τώρα μια τηλεόραση 32 ιντσών δεν ξεπερνά τα 7 κιλά.
«Τέλος πάντων αυτά ανήκουν στο παρελθόν» προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. «Το πρόβλημά μου τώρα είναι οι περίπλοκες διαδρομές που πρέπει να κάνω». Πράγματι, όταν είχε ξεκινήσει αυτή τη δουλειά, τα σπίτια ήταν λίγο πολύ γνωστά. Ήξερε τους δρόμους και τις πόλεις απ’ έξω. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν, τα σπίτια και οι δρόμοι πολλαπλασιάστηκαν και τώρα χρειαζόταν χάρτη για να βρει όλα τα σπίτια όλων των παιδιών. «Θα πάρω ένα GPS» σκέφτηκε. «Θα κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου.» Διάλεξε ένα GPS με μεγάλη οθόνη και πλούσιους χάρτες. Προς στιγμή σκέφτηκε να πάρει και έναν φορτιστή αυτοκινήτου, αλλά θυμήθηκε ότι το έλκηθρο δεν είχε πρίζα για φορτιστή αυτοκινήτου. Αντί για αυτό λοιπόν αποφάσισε να πάρει ένα δυνατό powerbank. Δεν θα ήθελε με τίποτα να ξεμείνει από μπαταρία πριν παραδώσει και το τελευταίο δώρο.
Διάλεξε λοιπόν ένα powerbank μεγάλης χωρητικότητας και το έβαλε στο καλάθι με τα ψώνια. «Πάει και αυτό» σκέφτηκε, και έλεγξε τις σημειώσεις του για να δει τι άλλο χρειαζόταν. Με έκπληξη διάβασε κάτι που δεν το περίμενε: «Να βρω έναν καλύτερο τρόπο να κρατάω σημειώσεις». Τώρα που τα δώρα από μερικές δεκάδες έγιναν μερικά δισεκατομμύρια, έπρεπε να βρει ένα καλύτερο τρόπο για να οργανώνει τη μοιρασιά. Ένα tablet θα ήταν ιδανικό. Ένα tablet με πληκτρολόγιο θα ήταν ιδανικότερο. Ακόμα καλύτερα θα ήθελε ένα tablet που να τρέχει Windows 10 και να μπορεί να βλέπει τα ονόματα των παιδιών με τα δώρα τους στο Excel. Ναι, γιατί πέρυσι είχε μπερδέψει τον Κωστάκη με την Κυρία Κωστάκη, και ο μικρός είχε πάρει ένα σετ περιποίησης νυχιών ενώ η κυρία Κωστάκη ένα PlayStation 4. Αφού φρόντισε να οργανωθεί καλύτερα φέτος, συνέχισε τη βόλτα του μέσα στο κατάστημα, στο διάδρομο με τα φωτογραφικά είδη. Εκεί θυμήθηκε άλλη μια δουλειά που έπρεπε να κάνει και δεν την είχε προσθέσει στις σημειώσεις του. «Να βγάλω καμία Selfie με τα παιδιά». Τα «παιδιά» ήταν οι τάρανδοι.
«Κύριε – Κύριε! Είστε ο Άγιος Βασίλης;» Ο μικρός ήταν πάλι στο πόδι του και του τράβαγε το μπατζάκι.
«Πως το μάντεψες μικρέ;» Ρώτησε με εμφανέστατη ευχαρίστηση ο παχουλός κύριος. «Ψέματα λες! Δεν μπορεί εσύ να χωράς από την καμινάδα μας!» είπε ο μικρός με θυμωμένο ύφος. «Κανείς δεν εκτιμά το πόσο δύσκολο είναι να στριμώξω αυτό το σώμα μέσα σε τόσο στενές καμινάδες. Έχεις ιδέα πόσα κουστούμια έχω σκίσει τόσα χρόνια;» απάντησε ο Αη Βασίλης. Πίσω στο σπίτι στον Βόρειο πόλο πρέπει να είχε μερικές εκατοντάδες στολές που χρειάζονταν ράψιμο και μπάλωμα. Όλες σκισμένες και γεμάτες κάπνα από τις στενές και μαυρισμένες καμινάδες. Οι μισές από αυτές δεν θα του έκαναν πια, αλλά για τις άλλες μισές χρειαζόταν μια δυνατή ραπτομηχανή για να τις επαναφέρει στην παλιά τους δόξα. Χρειαζόταν σίγουρα ένα καλό πλυντήριο και ένα εξίσου καλό σίδερο. Ή ακόμα καλύτερα, μια σιδερώστρα που θα γλίτωνε τα καημένα τα ξωτικά από πολύ κόπο. Για την επόμενη δουλειά όμως, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός πωλητή.
«Καλησπέρα» είπε στον πρώτο διαθέσιμο υπάλληλο που φάνηκε ότι είχε λίγο ελεύθερο χρόνο. «Θα ήθελα να μάθω πώς θα μπορούσα να φτιάξω ένα συστήμα ασφαλείας».
– Φυσικά. Για πού το θέλετε;
– Για τον Βόρειο Πόλο.
Για λίγα δευτερόλεπτα ακουγόταν μόνο το βουητό από τις λάμπες φθορίου. «Κατάλαβα» είπε μετά από λίγο ο υπάλληλος, «είστε ο Άγιος Βασίλης;». «Ακριβώς!» είπε ο Άγιος Βασίλης «και έχω ένα σωρό δώρα αποθηκευμένα, τα οποία φοβάμαι μην μου πάθουν κάτι» συνέχισε με σοβαρότητα. «Είναι μεγάλη η αποθήκη σας;» ρώτησε υπομονετικά ο υπάλληλος, «πόση επιφάνεια θέλετε να καλύψουμε;» συνέχισε. «Δεν θυμάμαι» απάντησε με ειλικρίνεια ο Άγιος Βασίλης. «Πόσα περίπου δώρα έχει η αποθήκη σας, για να το υπολογίσουμε χονδρικά;» ρώτησε σοφά ο υπάλληλος. Ο Άγιος Βασίλης ξόδεψε μερικά δευτερόλεπτα για να σκεφτεί. Τελικά απάντησε: «2,5 με 3 δισεκατομμύρια πάνω – κάτω». Ο υπάλληλος στραβοκατάπιε απελπισμένος και άρχισε τους υπολογισμούς…
Η ημέρα κύλισε στον ίδιο περίπου ρυθμό. Ο αγαπητός κύριος έκανε τις βόλτες του συνεχίζοντας να διαγράφει εργασίες από το σημειωματάριό του. Σταμάτησε σε μία γωνία που μια ευγενική κοπέλα προσφέρθηκε να τον κεράσει έναν καφέ, και τελικά κατέληξε να αγοράσει την καφετιέρα, αφού η ιδέα του ζεστού καφέ «φοριέται» πολύ στον Βόρειο Πόλο. Την ώρα που αποφάσιζε ποιες γεύσεις καφέ και σοκολάτας να πάρει μαζί του, ένα τραγούδι του ήρθε στο νου. Και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προνοήσει για το πώς θα περνούσε την ώρα του, όσο το έλκηθρο πετούσε επάνω από τις διάφορες περιοχές. Μα ούτε μια ταινία ούτε λίγη μουσική δεν είχε σκεφτεί να πάρει μαζί του; Μέγιστο σφάλμα που έπρεπε να τακτοποιήσει άμεσα!
Μία γρήγορη βόλτα από τα MP3 players ήταν αρκετή για να λύσει το πρόβλημα. Οι μεγάλες πτήσεις επάνω από τον Ατλαντικό ήταν το μεγάλο ζήτημα. Για εκεί θα έπρεπε να βρει μια καλή συλλογή από ταινίες για να του κάνουν παρέα.
Μετά από μια πολύωρη προετοιμασία αγορών και τακτοποιήσεων, ο παχουλός Άγιος Βασίλης κατάφερε και ετοιμάστηκε για το φετινό του ταξίδι. Αν λοιπόν φέτος περιμένεις και εσύ τα δώρα σου, φρόντισε να έχεις καθαρίσει το τζάκι, ή τουλάχιστον να υπάρχει και κανένα τοστάκι δίπλα από τα κουλούρια με το γάλα.