Από την Ιωάννα Σταμούλου
Τo πεπόνι με τη μελωμένη σάρκα του είναι «ξαδερφάκι» της κολοκύθας, άκρως δροσιστικό και θρεπτικό, με μεγάλη ιστορία.
Λίγη ιστορία…
Το επιστημονικό όνομα του πεπονιού είναι Cucumis melo (Πέπων ο κοινός). Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες πεπονιού, μέλη της μεγάλης οικογένειας των κολοκυνθοειδών (cucurbitacea) του γένους Κουκούμις (Cucumis). Η ελληνική λέξη πεπόνι, προέρχεται από το πρώτο συνθετικό της λατινικής ονομασίας melopepo, ή melopepone, που σημαίνει μηλοπέπων, ενώ στα αγγλικά λέγεται melon από το δεύτερο συνθετικό της ίδιας λέξης.
Οι ποικιλίες του πολλές, με σχήματα που διαφέρουν και χρώματα που ποικίλουν από λευκό, έως πράσινο, κίτρινο και πορτοκαλί κι έχει καταγωγή από την Ασία και το Ιράν. Νεότερες μελέτες αναφέρουν ότι το πεπόνι προέρχεται από την υποσαχάρια Αφρική και πως από εκεί έγινε γνωστό στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια μέσω της Ινδίας και του Αφγανιστάν έφτασε έως την Κίνα. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν πως στο Ιράν και στην Κίνα καλλιεργούσαν πεπόνια πριν από 5000 χρόνια, και την Αίγυπτο, πριν από 4000 χρόνια. Πάντως Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γνώριζαν το πεπόνι, αλλά προτιμούσαν το καρπούζι. Στη Ρώμη μάλιστα η τιμή του ήταν πολύ υψηλή, λόγω της σπανιότητάς του. Οι Μαυριτανοί μετέφεραν την καλλιέργεια και την παραγωγή του στην Ισπανία τον 8ο αιώνα, αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον για το πεπόνι ξεκίνησε τον 15ο-16ο αιώνα, όταν αναπτύχθηκαν οι γλυκές ποικιλίες φρούτων. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, Ιταλοί μοναχοί δημιούργησαν –με διασταύρωση στον αγρό- μια ιδιαίτερα νόστιμη αρωματική ποικιλία πεπονιού, στην οποία έδωσαν το όνομα της παπικής κατοικίας όπου είχε παραχθεί (Cantalupo) η οποία είναι και η πλέον γνωστή παγκοσμίως. Μέσω του Χριστόφορου Κολόμβου η καλλιέργεια του πεπονιού έφτασε στο νησί Ισπανιόλα (Μεγάλες Αντίλλες) το 1494, κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Αμερική. Στην Κεντρική Αμερική το συναντάμε αργότερα το 1516, στη Βιρτζίνια το 1609 και τη Νέα Υόρκη το 1629.
Στην Ελλάδα οι μεγαλύτερες καλλιέργειες βρίσκονται στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, ενώ παγκοσμίως τα σκήπτρα της παραγωγής κρατά η Κίνα, κι ακολουθούν η Ισπανία, η Τουρκία, το Ισραήλ και οι Η.Π.Α. Στη χώρα μας οι πιο γνωστές ποικιλίες είναι το μακρόστενο Αργίτικο πεπόνι και το Θρακιώτικο, που είναι πια εξαιρετικά δυσεύρετο.
Θρεπτική αξία
Για κάθε 100 γρ. το πεπόνι αποδίδει μόνο 34 θερμίδες, 8,16 γρ. υδατάνθρακες και 90 γρ. νερό. Επίσης είναι πλούσιο σε βιταμίνες Α και C, καθώς και σε θειαμίνη, νιασίνη, Β6 και κάλιο, ενώ δεν περιέχει καθόλου χοληστερόλη. Όσο πιο ώριμο είναι το πεπόνι τόσο μεγαλύτερα ποσοστά β-καροτίνης περιέχει. Το πεπόνι εκτός από βιταμίνες έχει και μεγάλη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη κι αντιοξειδωτικά. Επίσης ικανοποιεί την πείνα και τη δίψα χωρίς να χρειάζεται να καταναλώσεις μεγάλες ποσότητές του και χωρίς να δημιουργεί απότομη αύξηση του σακχάρου στο αίμα.
Πώς να το επιλέξεις και να το διατηρήσεις
Χαρακτηριστικό δείγμα της ωριμότητάς του πεπονιού είναι το άρωμά του και η περιοχή γύρω από το κοτσάνι που πρέπει να ζουλιέται εύκολα. Επομένως, διάλεγε πεπόνια με συμμετρικό σφαιρικό σχήμα χωρίς χτυπήματα, ή κοψίματα, που να έχουν ικανοποιητικό βάρος και είναι αρωματικά με γλυκιά, κι όχι βαριά οσμή. Διαφορετικά πριν το κόψεις άφησέ το για μερικές μέρες σε θερμοκρασία δωματίου μέχρι ν’ αποκτήσει το άρωμά του.
Όσον αφορά τη συντήρησή του, αφού κοπεί καλό είναι να φυλάσσεται στο ψυγείο, τυλιγμένο σε μεμβράνη συντήρησης τροφίμων κι όχι κομμένο σε τεμάχια, διότι αφυδατώνεται κι αλλοιώνεται η γεύση του. Γενικά πάντως καλό είναι να μην αφήνεις το πεπόνι κομμένο σε φέτες για πολλή ώρα, διότι η βιταμίνη C που περιέχει, καταστρέφεται γρήγορα όταν εκτίθεται στον αέρα.
Πώς το απολαμβάνεις
Ωμό και κομμένο σε φέτες, καθαρισμένο από τα σπόρια του, ή κομμένο σε φρουτοσαλάτες και πράσινες σαλάτες. Χτυπώντας το στο μίξερ μπορείς να φτιάξεις γρανίτες, παγωτά, χυμούς, αναψυκτικά και smoothies. Χαρακτηριστικό –επίσης- Ιταλικό ορεκτικό είναι το προσούτο με πεπόνι.