Όσο παράξενο και αν ακούγεται, η φωτογραφική μηχανή, ως ιδέα, αλλά, σε κάποιο βαθμό, και ως εφαρμογή, υπήρχε για πολύ καιρό πριν προκύψει η ιδέα και η τέχνη της φωτογραφίας. Η οποία φωτογραφία, παρότι αποτέλεσε βάση για άλλες Τέχνες, εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια από μόνη της. Το ίδιο το εργαλείο όμως, η φωτογραφική μηχανή, άλλαξε τον κόσμο.
Camera Obscura
Μπορεί το όνομά της να θυμίζει κάποιο μυστικιστικό αντικείμενο από ταινία τρόμου, αλλά αποτελεί τον προπομπό κάθε φωτογραφικής μηχανής. Δεν είναι ξεκάθαρο πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά, με πιθανές εκκινήσεις τόσο στην Αρχαία Ελλάδα όσο και στην Αρχαία Κίνα. Η camera obscura χρησιμοποιούσε μία πολύ μικρή οπή ή φακό για να προβάλλει μια εικόνα έξω από αυτήν, και μάλιστα αναποδογυρισμένη, πάνω σε μια άλλη επιφάνεια. Το σίγουρο είναι ότι ο Άραβας φυσικός Ibn al-Haytham θεωρείται τελικά ο εφευρέτης του μηχανισμού αυτού, τον οποίο και εξήγησε το 1021 με σχετικό βιβλίο για τη λειτουργία των οπτικών. Ο ίδιος μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε για αιώνες ως βοήθημα για παρακολούθηση εκλείψεων, για ζωγραφική και άλλα. Ο μηχανισμός ήταν συνήθως μεγάλος, καταλάμβανε ολόκληρο δωμάτιο (εξ ου και το όνομα camera όπως κάμαρα) μέχρι να φτάσει τελικά σε φορητές εκδοχές.
Παρότι η θεωρία χρήσης της για φωτογραφία προέκυψε το 1685, η φωτογράφιση, δηλαδή όχι μόνο η προβολή αλλά και η αποτύπωση μιας εικόνας σε άλλη επιφάνεια, έγινε δυνατή πολύ αργότερα.
Πρώτες αποτυπώσεις
Το μεθεπόμενο αιώνα λοιπόν προέκυψαν οι πρώτες επιτυχίες στην αποτύπωση. Αρχικά έγινε αντιληπτό ότι υπάρχουν επιφάνειες και χημικές επιστρώσεις που αντιδρούν στο φως που περνά από τον φακό και οδηγούν στο σχηματισμό (προσωρινού αρχικά) ειδώλου. Μέσα στον ίδιο αιώνα αναπτύχθηκαν εναλλακτικές μέθοδοι ώστε να παραμένει τελικά η εικόνα σε κάποια φωτοευαίσθητη επιφάνεια. Σε κάθε περίπτωση οι εμπορικές εφαρμογές βασίζονταν στην ίδια βασική ιδέα. Ο φωτογράφος εστίαζε σωστά με τη βοήθεια μιας γυάλινης πλάκας και του φακού, πριν αντικαταστήσει την πλάκα με μια άλλη, με φωτοευαίσθητη επίστρωση, την οποία κρατούσε ερμητικά κλειστή ώστε να μην αλλοιωθεί από το φως. Όταν ήταν έτοιμος, άνοιγε τη μια μεριά της πλάκας και έβγαζε το καπάκι του φακού, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, ανάλογα με τις περιστάσεις, ύστερα έβαζε πάλι το καπάκι και κάλυπτε την πλάκα.
Αργότερα μέσα στον ίδιο αιώνα διαπιστώθηκε ότι μπορούσαν να φτιαχτούν στεγνές πλάκες (χωρίς νωπή επίστρωση δηλαδή) που αρχικά ήταν πιο αργές στην αντίδραση, αλλά χάρη σε ειδική επεξεργασία ζελατίνης, κατέληξαν η γρηγορότερη τεχνική. Τόσο γρήγορη που κατέστη δυνατή η φωτογράφιση χωρίς τρίποδο, η σμίκρυνση των μηχανών (ακόμη και η κατασκευή λιλιπούτειων, κατασκοπικών μηχανών που ενσωματώνονταν σε ρολόγια, καπέλα κ.ά.). Μια παρενέργεια όλων αυτών, ήταν η ανάγκη για τη χρήση κλείστρου. Η αντίδραση ήταν δηλαδή τόσο γρήγορη με το νεότερο σύστημα που χρειαζόταν πολύ καλύτερο και γρήγορο έλεγχο στη ροή του φωτός. Τα πρώτα κλείστρα ήταν αποσπώμενα, γρήγορα όμως ενσωματώθηκαν στις μηχανές πριν καν περάσει ο 19ος αιώνας.
Το φιλμ
Το film, όπως γενικά το αντιλαμβανόμαστε, προέκυψε, και αυτό, πριν το τέλος του 19ου αιώνα από τον George Eastman. Στην αρχή ήταν χάρτινο, πριν αλλάξει στο γνωστό μας (ακόμη) υλικό μέσα στο 1889. Η πρώτη κάμερα με φιλμ του Eastman παρουσιάστηκε το 1888 και ονομαζόταν, φυσικά, Kodak. Δεν ήταν παρά ένα απλό κουτί με φακό σταθερής εστιακής απόστασης και μία μόνο ταχύτητα κλείστρου, ενώ ερχόταν με αρκετό φιλμ για 100 φωτογραφίες. Η χαμηλή τιμή του συνόλου έκανε ακόμη πιο δημοφιλές το προϊόν, έστω και αν κάθε φιλμ, όταν τελείωνε, έπρεπε να πάει για εμφάνιση στο εργοστάσιο. Μέχρι το 1900 προέκυψαν περισσότερα μοντέλα, ενώ το 1900 εμφανίστηκε, από τον Eastman και πάλι, η μηχανή Brownie, μια ακόμη πιο φθηνή κάμερα-κουτί από την οποία γεννήθηκε ολόκληρη σειρά προϊόντων που επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η δημιουργία του φιλμ έγινε και αφορμή για την μετατροπή της βιντεοκάμερας σε πρακτικό εργαλείο από απλά ακριβό σπορ για λίγους.
Παρόλα αυτά το φιλμ δεν κατέκτησε τον κόσμο μονομιάς αφού οι φωτογραφικές μηχανές που χρησιμοποιούσαν πλάκες παρήγαγαν καλύτερες φωτογραφίες άρα και οι δύο κατηγορίες μπορούσαν να μείνουν στην αγορά εξυπηρετώντας διαφορετικές ανάγκες. Αργότερα μηχανές με πλάκες απέκτησαν “πλάτες” συμβατές με φιλμ, ενώ μηχανές με φιλμ απέκτησαν “πλάτες” που επέτρεπαν τη χρήση πλάκας. Οι φωτογραφικές μηχανές με πλάκες επιβίωσαν μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα για ειδικές εφαρμογές όπως η αστροφωτογραφία, πριν τελικά περάσει και αυτή στην ψηφιακή εποχή.
Το “κλασικό” φιλμ που έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας είναι εκείνο των 35mm. Οι πρώτες μηχανές με τέτοια υποστήριξη εμφανίστηκαν το 1905, αλλά η Leica ήταν εκείνη που έκανε το συγκεκριμένο φορμά δημοφιλές, μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που, αναμενόμενα, πήγε πίσω κάθε σχετική εξέλιξη και πειραματισμό. Η επιτυχία της Leica I οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών ανταγωνιστικών συσκευών όπως της Contax και τελικά το φιλμ των 35mm ωφελήθηκε από την επιτυχία αυτή και έγινε η δεδομένη επιλογή για τις μηχανές compact.
Η Kodak δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτήν την αγορά και τελικά παρουσίασε τη μηχανή Retina I, η οποία χρησιμοποιούσε το περίβλημα που προλάβαμε όλοι ως δεδομένο για τα φιλμ αυτού του είδους. Το 1936 η προσιτή Argus A έφερε αυτό το φορμά σε περισσότερα χέρια και μετά την Argus C3, το φιλμ των 35mm πήρε κεφάλι στην αγορά. Και όλα αυτά πριν καν πάρει σοβαρό μερίδιο αγοράς η ιαπωνική βιομηχανία, κάτι που συνέβη μετά το τέλος του πολέμου της Κορέας.
Μηχανές reflex
Η πρώτη αρκετά πρακτική μηχανή reflex ήταν η Franke & Heidecke Rolleiflex, το 1928, που χρησιμοποιούσε medium format TLR. Υπήρχαν και προηγουμένως μηχανές του είδους, αλλά ήταν ογκώδεις και όχι ιδιαίτερα εμπορικές. Το επόμενο ουσιαστικό βήμα έγινε το 1933 με την Ihagee Exacta, μια μικρή SLR που χρησιμοποιούσε φιλμ 127. Η Kine Exacta ήταν η πρώτη δυτική (η πρώτη γενικά ήταν η σοβιετική Sport Camera) μηχανή SLR με φιλμ 135. Ο συνδυασμός SLR με φιλμ 35mm πήρε τα πάνω του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς όμως να εξαφανίζει (ακόμη) τις TLR που κατά τα άλλα συνέχισαν να έχουν πτωτική πορεία.
Η μεγαλύτερη πρόοδος στην κατηγορία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ενσωμάτωση εικονοσκοπίου στο ύψος του ματιού. Προηγουμένως, η σχετική δουλειά γινόταν με οθόνες που φορούσαν στη μέση τους η φωτογράφοι. Λίγο πιο μετά φτάσαμε στο σημείο που ο καθρέπτης της μηχανής επέστρεφε αυτόματα στην αρχική του θέση ώστε να είναι άμεσα έτοιμη η μηχανή για την επόμενη λήψη.
Τη δεκαετία του 1950 έγινε η “εισβολή” των Ιαπώνων στη βιομηχανία, και τότε είδαμε τον προπομπό της Pentax, την Asahiflex αλλά και πολλούς άλλους όπως Canon, Yashica και Nikon. Η τελευταία έγινε γνωστή ως πρώτη ιαπωνική μηχανή-σύστημα με μεγάλη ποικιλία σε φακούς, γεγονός που προσέλκυσε τους επαγγελματίες φωτογράφους.
Φωτογραφίες στιγμής
Εξελίξεις είχαμε και πέρα του επαγγελματικού χώρου βέβαια, αφού το 1948 εμφανίστηκε η Polaroid Model 95 που χρησιμοποιούσε ειδική (και πατενταρισμένη) τεχνική ώστε να παράγει έτοιμες φωτογραφίες από το αρνητικό φιλμ μέσα σε ένα λεπτό. Παρά το υψηλό της κόστος η σειρά διευρύνθηκε με δεκάδες μοντέλα μέχρι το 1960. Η πιο δημοφιλής που γρήγορα έρχεται στο μυαλό ως εικόνα ήταν η Model 20 Swinger του 1965.
Περισσότεροι αυτοματισμοί
Το 1938, η Super Kodak Six-20 ήταν η πρώτη μηχανή με αυτόματη φωτομέτρηση, ώστε να γλιτώνει κι άλλο κόπο ο χρήστης, το απαγορευτικό κόστος όμως κράτησε αυτήν την εξέλιξη μακριά από τα περισσότερα χέρια. Αυτό άλλαξε σταδιακά, αφού μέχρι το 1960 πολλά εξαρτήματα των μηχανών έγιναν ηλεκτρονικά και πολύ πιο προσιτά, ρίχνοντας το κόστος των μηχανών με αυτόματο φωτόμετρο. Το 1960, με τη γερμανική Mec 16 SB το φωτόμετρο πέρασε πίσω από το φακό και έτσι η όλη διαδικασία έγινε ακόμη πιο ακριβής, εξέλιξη που τελικά έγινε περισσότερο δημοφιλής στις μηχανές SLR.
Ψηφιακές μηχανές
Η βασική διαφορά των ψηφιακών μηχανών είναι, φυσικά, το ότι δεν χρησιμοποιούν φιλμ αλλά αποθηκεύουν φωτογραφίες σε ψηφιακά αποθηκευτικά μέσα, είτε ενσωματωμένα, είτε με τη μορφή καρτών μνήμης. Το χαμηλό κόστος λειτουργίας τους μετέτρεψε τις “χημικές” μηχανές σε άθλημα για ειδικές περιπτώσεις. Οι ψηφιακές μηχανές έχουν πλέον και πληθώρα επιλογών για ασύρματη επικοινωνία, για μεταφορά εκτύπωση και διαμοιρασμό φωτογραφιών ενώ, ως γνωστόν, αποτελούν αναπόσπαστο πια μέρος των κινητών μας τηλεφώνων.
Ανάπτυξη ψηφιακών μηχανών
Η ιδέα βέβαια δεν και τόσο πρόσφατη αφού οι πρώτες προσπάθειες έγιναν για τη διευκόλυνση της… κατασκοπείας. Δεν ήταν και πολύ πρακτική η μεταφορά φιλμ από και προς κατασκοπευτικούς δορυφόρους, άρα υπήρχε σοβαρό κίνητρο να αναπτυχθεί σύστημα που να αποφεύγει τέτοιου είδους περιπέτειες. Στην αρχή γινόταν ψηφιοποίηση των εικόνων και αποστολή, με τη χρήση του φιλμ να παραμένει και η χωρητικότητα του δορυφόρου να είναι σημαντικό εμπόδιο. Μέχρι που αναπτύχθηκε, το 1976, ψηφιακός αισθητήρας με ανάλυση 800 x 800 (0,64 MP). Ήταν απόρροια έρευνας των Philips Lab που οδήγησε στον πρώτο αισθητήρα CCD το 1968.
Στο εμπόριο τα πράγματα κινήθηκαν πιο αργά με την Kodak να επιχειρεί την κατασκευή μιας ψηφιακής μηχανής (με ανάλυση μόλις 0,01 megapixels) που ζύγισε 3,6 κιλά, χρειαζόταν 23 δευτερόλεπτα για την αποθήκευση μιας φωτογραφίας και τράβηξε λήψη για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1975. Προφανώς η μηχανή αυτή δεν διατέθηκε ποτέ ως εμπορικό προϊόν.
Αναλογικές ηλεκτρονικές μηχανές
Η Sony Mavica του 1981 δεν ήταν ψηφιακή κάμερα. Επρόκειτο για μηχανή που λειτουργούσε αναλογικά αλλά αποθήκευε το αποτέλεσμα σειριακά, pixel-pixel σε μαγνητικό αποθηκευτικό μέσο. Στην ουσία ήταν βιντεοκάμερα που τροποποιήθηκε για την αποθήκευση στατικών εικόνων σε ποιότητα ανάλογη του τηλεοπτικού σήματος. Χωρούσαν μέχρι και 50 διαφορετικές λήψεις σε “video floppy” με διαστάσεις 2 x 2 ίντσες. Το 1986 η Canon RC-701 έφτασε στην αγορά, ύστερα από επίδειξη του 1984, αφού χρησιμοποιήθηκε για φωτογραφίες που έφτασαν τελικά σε εφημερίδες. Η ποιότητα του αποτελέσματος ήταν κατώτερη από εκείνη που προσέφερε το φιλμ, το κόστος υψηλό και οι εκτυπωτές που απαιτούνταν κατώτεροι των περιστάσεων. Το video floppy δεν υιοθετήθηκε ποτέ επαρκώς από την αγορά υπολογιστών και τελικά, όλο το σύστημα, μαζί με τις μηχανές, δεν είχε εμπορική επιτυχία, αποδείχθηκε όμως σημαντικό εργαλείο για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που είχαν πλέον τρόπο να στείλουν φωτογραφίες μέσω τηλεφωνικών γραμμών και να καλύψουν καλύτερα τις διαδηλώσεις στην πλατεία Tienanmen και τον Πόλεμο του Κόλπου. Το 1987 οι Casio VS-101 και Nikon QV-1000C ήταν οι πρώτες αναλογικές ηλεκτρονικές κάμερες που έφτασαν στην αγορά, η πρώτη για ιδιώτες, η δεύτερη μόνο για ΜΜΕ, στα οποία προσέφερε ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε ποιότητα που, στο χαρτί, στεκόταν επάξια απέναντι στο φιλμ. Εμφανισιακά έμοιαζε πολύ με σύγχρονη ψηφιακή SLR, αλλά αποθήκευε τις φωτογραφίες σε video floppy.
Άφιξη των πραγματικά ψηφιακών μηχανών
Τη δεκαετία του 1980 υπήρχε δυνατότητα για παραγωγή των πρώτων πραγματικά ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών. Η Fuji DS-1P του 1988 δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αλλά αποθήκευε τις φωτογραφίες σε 2 MB SRAM, όπου και συντηρούνταν με τη βοήθεια μιας μπαταρίας. Η MegaVision Tessera του 1987 ήταν η πρώτη μηχανή του είδους που βγήκε στην αγορά, ενώ η πρώτη φορητή μηχανή αυτού του τύπου ήταν η Fuji DS-X και έφτασε στην αγορά τον Δεκέμβριο του 1989. Πολλά μοντέλα ακολούθησαν όπως και ολόκληρη σειρά μηχανών της Kodak που βασιζόταν σε σώματα αναλογικών μηχανών από κανονικά διαθέσιμα μοντέλα της Nikon.
Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή βοηθήθηκε από τη δημιουργία των προδιαγραφών JPEG και MPEG, με τη βοήθεια των οποίων τα αρχεία άρχισαν να συμπιέζονται κάνοντας την αποθήκευσή τους πιο πρακτική, πιο γρήγορη και φθηνότερη. Μέχρι να φτάσουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα ακολούθησαν πολλά βήματα ακόμη. Η Casio QV-10 ήταν η πρώτη μηχανή με οθόνη υγρών κρυστάλλων, η Kodak DC-25 του 1996 χρησιμοποίησε πρώτη μνήμη τύπου CompactFlash και το 1995 η Minolta 500si έδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σώμα αναλογικής για ψηφιακή, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα χρήσης των υπαρχόντων φακών. Η Nikon ακολούθησε το παράδειγμα της Minolta με την D1.
Χρειάστηκαν μερικά χρόνια ακόμη ώστε οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές να φτάσουν παντού (είναι δεδομένες στα κινητά μας τηλέφωνα), με system cameras, bridge, compact και mirroless.
Η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων ετών ήταν η ανάπτυξη και τελικά επικράτηση των αισθητήρων CMOS που έφεραν καλύτερη απόδοση σε χαμηλό φωτισμό αλλά και σημαντική μείωση κόστους κατασκευής, αρκετή ώστε να είναι απλή υπόθεση η ενσωμάτωση φωτογραφικής μηχανής σχεδόν σε οποιαδήποτε συσκευή, χωρίς σημαντική επίπτωση στο κόστος κατασκευής και την τελική τιμή προσφοράς.
Και μετά από όλα αυτά, δυστυχώς η φωτογραφία ακόμη θεωρείται χόμπι, όχι Τέχνη.