Η ιστορία των χριστουγεννιάτικων γλυκών

 

 

Από την Ιωάννα Σταμούλου


 

Τα Χριστούγεννα μαζί με όλα τα καλά φέρνουν και το έθιμο της παρασκευής κάποιων αγαπημένων γλυκών που με την πάροδο των χρόνων έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι των Εορτών. Μαζί με τη γλύκα, το καθένα κουβαλά μαζί του και μια ιστορία. Να την πούμε;

Μπορεί ο κάθε τόπος να έχει τα δικά του τοπικά γλυκά για τις γιορτές, όμως με το που θα μπει ο Δεκέμβρης, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας οι προθήκες των ζαχαροπλαστείων και οι πιατέλες των σπιτιών ξεχειλίζουν από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες. Από το τραπέζι των Χριστουγέννων δεν λείπει το Χριστόψωμο και από της Πρωτοχρονιάς η Βασιλόπιτα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά ξεκινώντας από το πιο δημοφιλές όλων:

 

Μελομακάρονα

Ζύμη με βάση το αλεύρι και το ελαιόλαδο, αρωματίζεται με πορτοκάλι και μπαχαρικά, πλάθεται σε μικρά κομμάτια που ψήνονται και μελώνονται στο τέλος. Ετυμολογικά η λέξη προκύπτει από το μέλι και το μακαρόνι. Μην πάει το μυαλό σας στις ιταλικές μακαρονάδες, καμιά σχέση. Το μακαρόνι βγαίνει από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» όπως και ο μακαρίτης. Πρόκειται για ένα νεκρώσιμο δείπνο που φτιαχνόταν με βάση ζυμαρικά και κάποιο είδος πίτας το οποίο προοριζόταν για συγγενείς και φίλους με σκοπό να μακαρίσουν τον νεκρό. Η μακαρωνία πάλι προέρχεται από την αρχαιοελληνική «μακαρία», που ήταν ένα κομμάτι άρτου στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο επίσης προσφερόταν μετά από τις κηδείες.

Όταν στη μακαρία προστέθηκε σιρόπι μελιού, έγινε μελομακάρονο. Κι έτσι το μέλι, το οποίο από την αρχαιότητα θεωρείται σύμβολο ευζωίας και δημιουργίας, κάτι που όλοι επιθυμούμε και ευχόμαστε να μας φέρει το νέο έτος, ήρθε και μετέτρεψε ένα μακάβριο έδεσμα σε γιορτινό γλυκό. Μάλιστα επειδή είναι και νηστίσιμο, το μελομακάρονο καθιερώθηκε σαν γλύκισμα του 12ήμερου, από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας κυρίως και με το όνομα «φοινίκι».

Κουραμπιέδες

Ο κουραμπιές, το πλούσιο αυτό μπισκότο που ζυμώνεται με αλεύρι, εκλεκτό βούτυρο κι αμύγδαλα, αφού κοπεί σε κομμάτια και ψηθεί, αρωματίζεται με ανθόνερο και πασπαλίζεται με άχνη ζάχαρη. Μπορεί να θυμίζει χιονισμένα βουνά καθώς στοιβάζεται στις πιατέλες, ωστόσο ετυμολογικά έχει τις ρίζες του στην Ανατολή. Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye, στα Τούρκικα είναι λέξη σύνθετη από το Kuru που σημαίνει ξηρό και από το biye που σημαίνει μπισκότο.

Η ονομασία μπισκότο πάλι, καθιερώθηκε στον Mεσαίωνα. Ετυμολογικά προέρχεται από το λατινικό bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον και στα σύγχρονα ιταλικά biscotto) και ξεκίνησε ως τεχνική ψησίματος για τη διατήρηση του ψωμιού κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών. Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya/Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές». Για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε πως οι τούρκικοι κουραμπιέδες δεν έχουν άχνη ζάχαρη.

 

Δίπλες

Οι δίπλες εκτός από τις γιορτές συνηθίζεται να προσφέρονται και στους γάμους. Πρόκειται για μια πλούσια ζύμη που φτιάχνεται με αλεύρι και αβγά η οποία ανοίγεται σε φύλλα και μετά κόβεται σε κομμάτια και τηγανίζεται σε άφθονο λάδι. Στη συνέχεια περιχύνονται με μέλι κι αμύγδαλα. Οι δίπλες συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού γνωστά και ως φασκιές (μακριές και φαρδιές υφασμάτινες λωρίδες, με τις οποίες τύλιγαν παλιά τα μωρά) και το μέλι με το οποίο περιχύνονται συμβολίζει την ευζωία και τη δημιουργία, όπως είπαμε και στα μελομακάρονα.

 

Βασιλόπιτα

Η συνταγή της βασιλόπιτας διαφέρει από τόπο σε τόπο. Είναι πότε γλυκιά και πότε αλμυρή, πότε να μοιάζει με κέικ, πότε με τσουρέκι και πότε με μπισκότο. Όμως πάντα κρύβει μέσα της ένα φλουρί που το κερδίζει ένας κι αυτός δεν είναι άλλος από τον τυχερό της χρονιάς. Το έθιμο πάντως της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό και έχει τις ρίζες του στην αρχαιοελληνική γιορτή των «Κρονίων» και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων» που παρέλαβαν οι Φράγκοι. Όσο για τη συνήθεια της τοποθέτησης του νομίσματος στην πίτα υπεύθυνος είναι μάλλον ο Μέγας Βασίλειος. Σύμφωνα με την παράδοση ο Βασίλειος ήταν αρχιεπίσκοπος στην πόλη Καισάρεια. Όταν ο έπαρχος της Καππαδοκίας επιχείρησε να λεηλατήσει την Καισάρεια, ο Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης να δώσουν όσα χρυσαφικά μπορούσαν για να τα δώσουν ως «λύτρα» στον έπαρχο.

Τελικά ο έπαρχος υποχώρησε και προκειμένου ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους κάτι που ήταν αδύνατον, έδωσε την εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι, μέσα στους οποίους τοποθέτησαν από ένα νόμισμα ή κάποιο τιμαλφές και τους μοίρασαν σε όλους τους κατοίκους της πόλης την επομένη του εκκλησιασμού. Από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε επίσης η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη γαλλική πίτα «Galette de Roi» και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε στο κομμάτι του. Κατά κάποιο άλλο παρεμφερές έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αποκαλούσαν «φασουλοβασιλιά» αυτόν που το έβρισκε.

 

Χριστόψωμο

Το ψωμί του Χριστού φτιάχνεται με τα ίδια υλικά του κοινού ψωμιού, με τη προσθήκη επιπλέον αρωμάτων και μπαχαρικών. Η βασική ιδιαιτερότητά του χριστόψωμου «κρύβεται» στη διακόσμησή του, στην οποία περιλαμβάνεται σίγουρα ένας σταυρός από ζυμάρι που τοποθετείται στο κέντρο της κορυφής, σουσάμι και καρύδια. Κάποιες φορές, ανάλογα τη δεξιότητα του τεχνίτη που το κατασκευάζει η διακόσμηση είναι πιο πολύπλοκη και περιλαμβάνει και μερικά ακόμη αλληγορικά σχέδια. Μπορεί τα σχέδια και η ακριβής συνταγή να διαφέρει από τόπο σε τόπο, όμως σύμφωνα με την παράδοση κοινό σημείο όλων είναι πως το χριστόψωμο δεν κόβεται ποτέ με μαχαίρι, αλλά κόβεται και μοιράζεται μόνο με τα χέρια όπως και ο άρτος στο Μυστικό Δείπνο και στις Αγάπες, τα τραπέζια των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων.

 

 

Μπορείς να δεις ακόμη